- φυλάσιος
- φυλάσιος [pron. full] [ᾱ], ὁ,A a man of Phyle (in Attica), Ar.Ach.1028.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυλάσιος — φυλά̱σιος , φυλάσιος a man of Phyle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσιος — ία, ον, Α ο κάτοικος τής Φυλής τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φυλή + κατάλ. ᾱσιος, μέσω μιας τοπικής Φυλᾶσι (πρβλ. θριάσιος: θριᾶσι)] … Dictionary of Greek
φυλασίοις — φυλᾱσίοις , φυλάσιος a man of Phyle masc dat pl φῡλασίοις , φυλάζω form into tribes fut opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλασίου — φυλᾱσίου , φυλάσιος a man of Phyle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλασίων — φυλᾱσίων , φυλάσιος a man of Phyle masc gen pl φῡλασίων , φυλάζω form into tribes fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσιοι — φυλά̱σιοι , φυλάσιος a man of Phyle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσιον — φυλά̱σιον , φυλάσιος a man of Phyle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)